- καταβυθίζεται
- καταβυθίζωcause to sinkpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… … Dictionary of Greek
καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
λακταλβουμίνη — Πρωτεΐνη που βρίσκεται στο γάλα και ανήκει στην ομάδα των αλβουμινών. Όπως και οι άλλες αλβουμίνες είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό, δεν καταβυθίζεται από χλωριούχο νάτριο και άλλα αραιά ουδέτερα διαλύματα αλάτων, αλλά μετουσιώνεται… … Dictionary of Greek
τεκτογενής — ές, Ν το ουδ. ως ουσ. το τεκτονενές γεωλ. μεγάλη προς τα κάτω κάμψη τού εξωτερικού τμήματος ενός γεωσυγκλίνου, το οποίο καταβυθίζεται βαθιά μέσα στον πυκνότερο γήινο μανδύα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tectogene < τέκτων, ονος + γενής… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
κολλαργόλη — Κολλοειδές διάλυμα αργύρου που παρασκευάζεται με επίδραση αμμωνιακού διαλύματος θειικού υποξειδίου του σιδήρου σε διάλυμα νιτρικού αργύρου, παρουσία νιτρικού αμμωνίου. Εμφανίζεται με τη μορφή μικρών κυανόμαυρων δισκίων που είναι διαλυτά στο νερό… … Dictionary of Greek